- ἔνθινος 1
- ἔνθινος 1.See also: s. ἔνθα.Page in Frisk: 1,517
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ένθινος — ἔνθινος, ον (Α) [θίνος] αυτός που πρέπει να θεωρείται θείος, ιερός, σεβαστός … Dictionary of Greek